- ευανάσφαλτος
- εὐανάσφαλτος, -ον (Α)αυτός που αναλαμβάνει, αναρρωννύει εύκολα2. φρ. «ύπνοι ευανάσφαλτοι» — οι ύπνοι από τους οποίους εγείρεται κάποιος εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα-σφάλλω «αναρρωννύω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐανάσφαλτοι — εὐανάσφαλτος quickly recovering masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)